φαγώνομαι

φαγώνομαι
1) быть изъеденным; быть разъеденным; подвергаться коррозии;
2) изнашиваться; 3) истощаться, растрочиваться; 4) ссориться, грызться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαγώνομαι" в других словарях:

  • φαγώνομαι — φαγώνομαι, φαγώθηκα, φαγωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: φαγώνομαι : η κοινή έννοια με το τρώγομαι είναι κυρίως → καβγαδίζω, τσακώνομαι με κάποιον. Το φαγώνομαι έχει και τις σημασίες → φθείρομαι, καταστρέφομαι από μακρόχρονη χρήση κτλ. (π.χ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαγώνομαι — Ν 1. φθείρομαι από τριβή ή άλλη διαβρωτική ενέργεια 2. μαλώνω, καυγαδίζω («φαγώνονται όλη μέρα») 3. (η μτχ. παρακμ.) βλ. φαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + ρηματ. κατάλ. ώνω / ώνομαι] …   Dictionary of Greek

  • φαγώνομαι — φαγώθηκα, φαγωμένος, και ως παθ. του τρώ(γ)ω) 1. φθείρομαι από τριβή ή από άλλη διαβρωτική ενέργεια, λιώνω: Φαγώθηκε το σίδερο απ τη σκουριά. 2. μτφ., βρίσκομαι σε συνεχείς διενέξεις, λογομαχώ, γκρινιάζω: Τον ζηλεύει και φαγώνονται όλη μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλοφαγώνομαι — αλληλοτρώγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + φαγώνομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοφάγωμα] …   Dictionary of Greek

  • σκοροφαγωμενος — και σκωροφαγωμένος, η, ο, Ν (για μάλλινα κυρίως υφάσματα) αυτός που έχει φαγωθεί, που έχει φθαρεί από σκόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φαγώνομαι] …   Dictionary of Greek

  • φάγωμα — το, Ν [φαγώνομαι] 1. η ενέργεια τού τρώγω, βρώση 2. φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση 3. μτφ. γκρίνια, διχόνοια, φαγωμάρα …   Dictionary of Greek

  • φαγωμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει φαγωθεί 2. αυτός που έχει φθαρεί 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει φάει, χορτάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού ρ. φαγώνομαι] …   Dictionary of Greek

  • φαγωμός — ο, Ν [φαγώνομαι] φαγωμάρα, γκρίνια …   Dictionary of Greek

  • φαγωμένος — η, ο μτχ. πρκ. του φαγώνομαι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»